Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δυσσεβία
δύσσειστος
δύσσηπτος
δύσσοος
δυσσυγκάθετος
δυσσύλληπτος
δυσσυλλόγιστος
δυσσύμβατος
δυσσύμβλητος
δυσσυμβούλευτος
δυσσυμπτωσία
δυσσύμπτωτος
δυσσύμφυτος
δυσσυναίσθητος
δυσσύνακτος
δυσσυνάλλακτος
δυσσυνείδητος
δυσσυνεσία
δυσσύνοπτος
δυσσῴστως
δύστακτος
View word page
δυσσυμπτωσία
δυσσυμ-πτωσία
,
ἡ
,
A).
difficulty in coalescing
,
Gal.
19.401
.
ShortDef
difficulty in coalescing
Debugging
Headword:
δυσσυμπτωσία
Headword (normalized):
δυσσυμπτωσία
Headword (normalized/stripped):
δυσσυμπτωσια
IDX:
29498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29499
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσσυμ-πτωσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">difficulty in coalescing</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.401 </span>.</div> </div><br><br>'}