Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δύσριγος
δυσροέω
δυσροητικός
δύσροια
δύσροος
δυσσάρκωτος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσέβημα
δυσσεβής
δυσσεβία
δύσσειστος
δύσσηπτος
δύσσοος
δυσσυγκάθετος
δυσσύλληπτος
δυσσυλλόγιστος
δυσσύμβατος
δυσσύμβλητος
δυσσυμβούλευτος
δυσσυμπτωσία
View word page
δυσσεβία
δυσσεβ-ία, ,
A). v. δυσσέβεια .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσσεβία
Headword (normalized):
δυσσεβία
Headword (normalized/stripped):
δυσσεβια
IDX:
29488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29489
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσσεβ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δυσσέβεια</span> .</div> </div><br><br>'}