Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσπροσήγορος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσμεικτος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
δυσπρόσορμος
δυσπροσπέλαστος
δυσπροσπόριστος
δυσπρόσπτωτος
δυσπρόσρητος
δυσπρόσωπος
δυσπρόφορος
δυσραγής
δυσραχῖτις
δύσρευστος
δύσρηκτος
δύσρητος
δύσριγος
View word page
δυσπροσπόριστος
δυσπρος-πόριστος, ον,
A). bad for foraging in, χώρα Aen.Tact. 8.1 .


ShortDef

bad for foraging in

Debugging

Headword:
δυσπροσπόριστος
Headword (normalized):
δυσπροσπόριστος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσποριστος
IDX:
29468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29469
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσπρος-πόριστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bad for foraging in</span>, <span class="quote greek">χώρα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0058.tlg001.perseus-grc1:8:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0058.tlg001.perseus-grc1:8.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aen.Tact.</span> 8.1 </a> .</div> </div><br><br>'}