Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσπρόσβατος
δυσπρόσδεκτος
δυσπροσήγορος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσμεικτος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
δυσπρόσορμος
δυσπροσπέλαστος
δυσπροσπόριστος
δυσπρόσπτωτος
δυσπρόσρητος
δυσπρόσωπος
δυσπρόφορος
δυσραγής
δυσραχῖτις
δύσρευστος
δύσρηκτος
View word page
δυσπρόσορμος
δυσπρός-ορμος, ον, = foreg., Scymn. 726 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσπρόσορμος
Headword (normalized):
δυσπρόσορμος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσορμος
IDX:
29466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29467
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσπρός-ορμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0068.tlg001:726" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0068.tlg001:726/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Scymn.</span> 726 </a>.</div><br><br>'}