Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δύσποτμος
δύσποτος
δύσπους
δυσπραγέω
δυσπραγής
δυσπραγία
δυσπραγμάτευτος
δύσπρακτος
δυσπραξία
δύσπρατος
δυσπράϋντος
δυσπρέπεια
δυσπρεπής
δύσπριστος
δυσπρόκοπος
δυσπρόσβατος
δυσπρόσδεκτος
δυσπροσήγορος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσμεικτος
View word page
δυσπράϋντος
δυς-πράϋντος [ᾱ],,
A). hard to tame, Hsch. s.v. δυσγάργαλις .


ShortDef

hard to tame

Debugging

Headword:
δυσπράϋντος
Headword (normalized):
δυσπράϋντος
Headword (normalized/stripped):
δυσπραυντος
IDX:
29451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29452
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυς-πράϋντος</span> [<span class="foreign greek">ᾱ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to tame</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">δυσγάργαλις</span> .</div> </div><br><br>'}