Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσπόριστος
δύσπορος
δυσποτμέω
δυσποτμία
δύσποτμος
δύσποτος
δύσπους
δυσπραγέω
δυσπραγής
δυσπραγία
δυσπραγμάτευτος
δύσπρακτος
δυσπραξία
δύσπρατος
δυσπράϋντος
δυσπρέπεια
δυσπρεπής
δύσπριστος
δυσπρόκοπος
δυσπρόσβατος
δυσπρόσδεκτος
View word page
δυσπραγμάτευτος
δυς-πραγμάτευτος [μᾰ],,
A). hard to manage, λαός Plu. 2.348f .


ShortDef

hard to manage

Debugging

Headword:
δυσπραγμάτευτος
Headword (normalized):
δυσπραγμάτευτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπραγματευτος
IDX:
29447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29448
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυς-πραγμάτευτος</span> [<span class="foreign greek">μᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to manage</span>, <span class="quote greek">λαός</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.348f </span> .</div> </div><br><br>'}