Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσπετής
δυσπεψία
δυσπήμαντος
δυσπινής
δυσπιστέω
δυσπιστία
δύσπιστος
δύσπλανος
δύσπληκτος
δυσπλήρωτος
δυσπλῆτις
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλυτος
δύσπλωτος
δύσπνευστος
δυσπνοέω
δυσπνόητος
δύσπνοια
δυσπνοϊκός
δύσπνοος
View word page
δυσπλῆτις
δυς-πλῆτις, f.l. for δας-, Lyc. 1452 , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσπλῆτις
Headword (normalized):
δυσπλῆτις
Headword (normalized/stripped):
δυσπλητις
IDX:
29414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29415
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυς-πλῆτις</span>, f.l. for <span class="itype greek">δας</span>-, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1452 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}