Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσπεριάγωγος
δυσπεριαίρετος
δυσπεριγένητος
δυσπερίγραφος
δυσπερικάθαρτος
δυσπερίκτητος
δυσπερίληπτος
δυσπερινόητος
δυσπερίτρεπτος
δυσπερίψυκτος
δυσπετέω
δυσπέτημα
δυσπετής
δυσπεψία
δυσπήμαντος
δυσπινής
δυσπιστέω
δυσπιστία
δύσπιστος
δύσπλανος
δύσπληκτος
View word page
δυσπετέω
δυσπετ-έω,
A). fall out ill, Suid.


ShortDef

fall out ill

Debugging

Headword:
δυσπετέω
Headword (normalized):
δυσπετέω
Headword (normalized/stripped):
δυσπετεω
IDX:
29402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29403
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσπετ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fall out ill</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}