Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δύσπεπτος
δυσπεραίωτος
δυσπέρατος
δυσπεριάγωγος
δυσπεριαίρετος
δυσπεριγένητος
δυσπερίγραφος
δυσπερικάθαρτος
δυσπερίκτητος
δυσπερίληπτος
δυσπερινόητος
δυσπερίτρεπτος
δυσπερίψυκτος
δυσπετέω
δυσπέτημα
δυσπετής
δυσπεψία
δυσπήμαντος
δυσπινής
δυσπιστέω
δυσπιστία
View word page
δυσπερινόητος
δυσπερι-νόητος, ον,
A). hard to conceive, Ph. 1.570 .


ShortDef

hard to conceive

Debugging

Headword:
δυσπερινόητος
Headword (normalized):
δυσπερινόητος
Headword (normalized/stripped):
δυσπερινοητος
IDX:
29399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29400
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσπερι-νόητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to conceive</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:570" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.570/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.570 </a>.</div> </div><br><br>'}