Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσπέπαντος
δυσπεπτέω
δύσπεπτος
δυσπεραίωτος
δυσπέρατος
δυσπεριάγωγος
δυσπεριαίρετος
δυσπεριγένητος
δυσπερίγραφος
δυσπερικάθαρτος
δυσπερίκτητος
δυσπερίληπτος
δυσπερινόητος
δυσπερίτρεπτος
δυσπερίψυκτος
δυσπετέω
δυσπέτημα
δυσπετής
δυσπεψία
δυσπήμαντος
δυσπινής
View word page
δυσπερίκτητος
δυσπερί-κτητος, ον,
A). not successful in acquiring property, Paul. Al. N. 3 .


ShortDef

not successful in acquiring property

Debugging

Headword:
δυσπερίκτητος
Headword (normalized):
δυσπερίκτητος
Headword (normalized/stripped):
δυσπερικτητος
IDX:
29397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29398
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσπερί-κτητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not successful in acquiring property</span>, Paul. Al.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">N.</span> 3 </span>.</div> </div><br><br>'}