Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δύσπειστος
δυσπέλαστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπένθερος
δυσπενθέω
δυσπενθής
δυσπέπαντος
δυσπεπτέω
δύσπεπτος
δυσπεραίωτος
δυσπέρατος
δυσπεριάγωγος
δυσπεριαίρετος
δυσπεριγένητος
δυσπερίγραφος
δυσπερικάθαρτος
δυσπερίκτητος
δυσπερίληπτος
δυσπερινόητος
δυσπερίτρεπτος
View word page
δυσπεραίωτος
δυς-περαίωτος, ον, = sq.,
A). ποταμός Ps.-Callisth. 3.10 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσπεραίωτος
Headword (normalized):
δυσπεραίωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπεραιωτος
IDX:
29390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29391
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυς-περαίωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ποταμός</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1386.tlg001:3:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1386.tlg001:3.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ps.-Callisth.</span> 3.10 </a> .</div> </div><br><br>'}