Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δυσπείθεια
δυσπειθέω
δυσπειθής
δυσπειρία
δυσπειστέω
δύσπειστος
δυσπέλαστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπένθερος
δυσπενθέω
δυσπενθής
δυσπέπαντος
δυσπεπτέω
δύσπεπτος
δυσπεραίωτος
δυσπέρατος
δυσπεριάγωγος
δυσπεριαίρετος
δυσπεριγένητος
δυσπερίγραφος
View word page
δυσπενθέω
δυσπενθ-έω
,
A).
to be sore afflicted
,
Plu.
2.106a
(v.l.).
ShortDef
to be sore afflicted
Debugging
Headword:
δυσπενθέω
Headword (normalized):
δυσπενθέω
Headword (normalized/stripped):
δυσπενθεω
IDX:
29385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29386
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσπενθ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be sore afflicted</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.106a </span> (v.l.).</div> </div><br><br>'}