Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσπαραίτητος
δυσπαράκλητος
δυσπαρακολούθητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμύθητος
δυσπαράπειστος
δυσπαράπλευστος
δυσπαράπλους
δυσπαραποίητος
δυσπαρατήρητος
δυσπαράτρεπτος
δυσπάρευνος
δυσπαρηγόρητος
δυσπαρήγορος
δυσπάρθενος
Δύσπαρις
δυσπάριτος
δυσπάροδος
δυσπαροξύνομαι
δυσπάτητος
δύσπαυστος
View word page
δυσπαράτρεπτος
δυσπαρά-τρεπτος, ον,
A). hard to seduce or bribe, Poll. 8.10 .


ShortDef

hard to seduce

Debugging

Headword:
δυσπαράτρεπτος
Headword (normalized):
δυσπαράτρεπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαρατρεπτος
IDX:
29364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29365
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσπαρά-τρεπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to seduce</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">bribe</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:8:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:8.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 8.10 </a>.</div> </div><br><br>'}