Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσπαράγραφος
δυσπαράγωγος
δυσπαράδεκτος
δυσπαράθελκτος
δυσπαραίτητος
δυσπαράκλητος
δυσπαρακολούθητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμύθητος
δυσπαράπειστος
δυσπαράπλευστος
δυσπαράπλους
δυσπαραποίητος
δυσπαρατήρητος
δυσπαράτρεπτος
δυσπάρευνος
δυσπαρηγόρητος
δυσπαρήγορος
δυσπάρθενος
Δύσπαρις
δυσπάριτος
View word page
δυσπαράπλευστος
δυσπαρά-πλευστος, ον,
A). hard to sail along, Str. 16.4.18 .


ShortDef

hard to sail along

Debugging

Headword:
δυσπαράπλευστος
Headword (normalized):
δυσπαράπλευστος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαραπλευστος
IDX:
29360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29361
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσπαρά-πλευστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to sail along</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:16:4:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:16:4:18/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 16.4.18 </a>.</div> </div><br><br>'}