Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσπαράγγελτος
δυσπαράγραφος
δυσπαράγωγος
δυσπαράδεκτος
δυσπαράθελκτος
δυσπαραίτητος
δυσπαράκλητος
δυσπαρακολούθητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμύθητος
δυσπαράπειστος
δυσπαράπλευστος
δυσπαράπλους
δυσπαραποίητος
δυσπαρατήρητος
δυσπαράτρεπτος
δυσπάρευνος
δυσπαρηγόρητος
δυσπαρήγορος
δυσπάρθενος
Δύσπαρις
View word page
δυσπαράπειστος
δυσπαρά-πειστος, ον,
A). hard to dissuade, prob. in Arist. Phgn. 809a35 ( Comp.).


ShortDef

hard to dissuade

Debugging

Headword:
δυσπαράπειστος
Headword (normalized):
δυσπαράπειστος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαραπειστος
IDX:
29359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29360
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσπαρά-πειστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to dissuade</span>, prob. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg032:809a:35" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg032:809a.35/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arist.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Phgn.</span> 809a35 </a> ( Comp.).</div> </div><br><br>'}