Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσπαλής
δυσπάμφαλος
δυσπαράβατος
δυσπαράβλητος
δυσπαραβοήθητος
δυσπαράβουλος
δυσπαράγγελτος
δυσπαράγραφος
δυσπαράγωγος
δυσπαράδεκτος
δυσπαράθελκτος
δυσπαραίτητος
δυσπαράκλητος
δυσπαρακολούθητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμύθητος
δυσπαράπειστος
δυσπαράπλευστος
δυσπαράπλους
δυσπαραποίητος
δυσπαρατήρητος
View word page
δυσπαράθελκτος
δυσπαρά-θελκτος, ον,
A). hard to assuage, A. Supp. 386 (lyr.).


ShortDef

hard to assuage

Debugging

Headword:
δυσπαράθελκτος
Headword (normalized):
δυσπαράθελκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαραθελκτος
IDX:
29353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29354
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσπαρά-θελκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to assuage</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg001.perseus-grc1:386" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg001.perseus-grc1:386/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Supp.</span> 386 </a> (lyr.).</div> </div><br><br>'}