Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσπάλαιστος
δυσπάλαμος
δυσπαλής
δυσπάμφαλος
δυσπαράβατος
δυσπαράβλητος
δυσπαραβοήθητος
δυσπαράβουλος
δυσπαράγγελτος
δυσπαράγραφος
δυσπαράγωγος
δυσπαράδεκτος
δυσπαράθελκτος
δυσπαραίτητος
δυσπαράκλητος
δυσπαρακολούθητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμύθητος
δυσπαράπειστος
δυσπαράπλευστος
δυσπαράπλους
View word page
δυσπαράγωγος
δυσπαράγωγος [ᾰγ],,
A). hard to mislead, Poll. 8.10 .


ShortDef

hard to mislead

Debugging

Headword:
δυσπαράγωγος
Headword (normalized):
δυσπαράγωγος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαραγωγος
IDX:
29351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29352
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσπαράγωγος</span> [<span class="foreign greek">ᾰγ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to mislead</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:8:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:8.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 8.10 </a>.</div> </div><br><br>'}