Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀκανθόφυλλος
ἀκανθόχοιρος
ἀκανθυλλίς
ἀκανθώδης
ἀκανθών
ἀκανίζω
ἀκανικός
ἀκάνιον
ἄκανος
ἀκανώδης
ἀκαπήλευτος
ἀκάπηλος
ἀκάπνιστος
ἄκαπνος
ἀκάπνωτος
ἄκαρα
ἀκαραδόκητος
ἀκάρδιος
ἀκάρηνος
ἀκαρής
ἀκαρί
View word page
ἀκαπήλευτος
ἀκαπήλευτος
,
ον
, = sq.,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀκαπήλευτος
Headword (normalized):
ἀκαπήλευτος
Headword (normalized/stripped):
ακαπηλευτος
IDX:
2934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2935
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκαπήλευτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}