Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δύσοπτος
δυσορασία
δυσόρατος
δυσοργησία
δυσόργητος
δυσοργία
δύσοργος
δυσορεξία
δυσόριστος
δυσορκέω
δυσόρμιστος
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
δυσούλωτος
δυσουρέω
δυσουρητικός
δυσουρία
δυσουρίασις
View word page
δυσόρμιστος
δῠς-όρμιστος, ον,(ὁρμίζω) = sq., Poll. 1.101 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσόρμιστος
Headword (normalized):
δυσόρμιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσορμιστος
IDX:
29320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29321
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠς-όρμιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">ὁρμίζω</span>) = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1:101" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1.101/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 1.101 </a>.</div><br><br>'}