Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀκανθοφορέω
ἀκανθοφόρος
ἀκανθοφυέω
ἀκανθόφυλλος
ἀκανθόχοιρος
ἀκανθυλλίς
ἀκανθώδης
ἀκανθών
ἀκανίζω
ἀκανικός
ἀκάνιον
ἄκανος
ἀκανώδης
ἀκαπήλευτος
ἀκάπηλος
ἀκάπνιστος
ἄκαπνος
ἀκάπνωτος
ἄκαρα
ἀκαραδόκητος
ἀκάρδιος
View word page
ἀκάνιον
ἀκάνιον
,
τό
, Dim. of
ἄκανος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀκάνιον
Headword (normalized):
ἀκάνιον
Headword (normalized/stripped):
ακανιον
IDX:
2931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2932
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκάνιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">ἄκανος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}