Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσόλισθος
δύσομαι
δύσομβρος
δυσομίλητος
δυσομιλία
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόμοιος
δύσοναρ
δυσόνειρος
δυσοπαίοντα
δύσοπον
δύσοπτος
δυσορασία
δυσόρατος
δυσοργησία
δυσόργητος
δυσοργία
δύσοργος
δυσορεξία
δυσόριστος
View word page
δυσοπαίοντα
δῠς-οπαίοντα· δυστυχοῦντα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσοπαίοντα
Headword (normalized):
δυσοπαίοντα
Headword (normalized/stripped):
δυσοπαιοντα
IDX:
29308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29309
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠς-οπαίοντα·</span> <span class="foreign greek">δυστυχοῦντα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}