Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δύσοικτος
δύσοιμος
δύσοινος
δύσοιστος
δυσοιωνέω
δυσοιωνισμός
δυσοιωνιστικός
δυσοιώνιστος
δύσοκνος
δυσόλισθος
δύσομαι
δύσομβρος
δυσομίλητος
δυσομιλία
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόμοιος
δύσοναρ
δυσόνειρος
δυσοπαίοντα
δύσοπον
View word page
δύσομαι
δύσομαι,
A). v. δύω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δύσομαι
Headword (normalized):
δύσομαι
Headword (normalized/stripped):
δυσομαι
IDX:
29299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29300
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δύσομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δύω</span> .</div> </div><br><br>'}