Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δυσοικονόμητος
δύσοικος
δύσοικτος
δύσοιμος
δύσοινος
δύσοιστος
δυσοιωνέω
δυσοιωνισμός
δυσοιωνιστικός
δυσοιώνιστος
δύσοκνος
δυσόλισθος
δύσομαι
δύσομβρος
δυσομίλητος
δυσομιλία
δυσόμιλος
δυσόμματος
View word page
δυσοιωνισμός
δῠσοιων-ισμός, ,
A). an ill omen, Hsch. s.v. ἀπήχεια .


ShortDef

an ill omen

Debugging

Headword:
δυσοιωνισμός
Headword (normalized):
δυσοιωνισμός
Headword (normalized/stripped):
δυσοιωνισμος
IDX:
29294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29295
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσοιων-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">an ill omen</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀπήχεια</span> .</div> </div><br><br>'}