Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσόδευτος
δυσοδέω
δυσοδία
δυσοδμία
δυσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δυσοικονόμητος
δύσοικος
δύσοικτος
δύσοιμος
δύσοινος
δύσοιστος
δυσοιωνέω
δυσοιωνισμός
δυσοιωνιστικός
δυσοιώνιστος
δύσοκνος
δυσόλισθος
δύσομαι
View word page
δύσοικτος
δῠ/ς-οικτος· δυσθρήνητος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δύσοικτος
Headword (normalized):
δύσοικτος
Headword (normalized/stripped):
δυσοικτος
IDX:
29289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29290
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠ/ς-οικτος·</span> <span class="foreign greek">δυσθρήνητος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}