Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δύσνυμφος
δύσξενος
δυσξήραντος
δυσξύμβλητος
δυσξύμβολος
δυσξύνετος
δύσογκος
δυσόδευτος
δυσοδέω
δυσοδία
δυσοδμία
δυσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δυσοικονόμητος
δύσοικος
δύσοικτος
δύσοιμος
δύσοινος
δύσοιστος
View word page
δυσοδμία
δῠς-οδμία
,
δύσοδμος
, v. sub
δυσοσμ
-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δυσοδμία
Headword (normalized):
δυσοδμία
Headword (normalized/stripped):
δυσοδμια
IDX:
29282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29283
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠς-οδμία</span>, <span class="orth greek">δύσοδμος</span>, v. sub <span class="itype greek">δυσοσμ</span>-.</div><br><br>'}