Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δύσμητις
δυσμήτωρ
δυσμηχανέω
δυσμήχανος
δυσμικός
δύσμικτος
δυσμίμητος
δυσμίσητος
δυσμνημόνευτος
δύσμοιρος
δυσμορία
δύσμορος
δυσμορφία
δύσμορφος
δύσμουσος
δυσμόχλευτος
δυσνίκητος
δύσνιπτος
δύσνιφος
δυσνοέω
δυσνόητος
View word page
δυσμορία
δυς-μορία
,
ἡ
,
A).
a hard fate,
AP
9.351
(
Leon.
).
ShortDef
a hard fate
Debugging
Headword:
δυσμορία
Headword (normalized):
δυσμορία
Headword (normalized/stripped):
δυσμορια
IDX:
29254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29255
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυς-μορία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">a hard fate,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.351 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Leon.</span></span>).</div> </div><br><br>'}