Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δύσμηνις
δυσμήνιτος
δυσμήτηρ
δύσμητις
δυσμήτωρ
δυσμηχανέω
δυσμήχανος
δυσμικός
δύσμικτος
δυσμίμητος
δυσμίσητος
δυσμνημόνευτος
δύσμοιρος
δυσμορία
δύσμορος
δυσμορφία
δύσμορφος
δύσμουσος
δυσμόχλευτος
δυσνίκητος
δύσνιπτος
View word page
δυσμίσητος
δυς-μίσητος [ῑ], ον,
A). much hated, Lyc. 841 .


ShortDef

much hated

Debugging

Headword:
δυσμίσητος
Headword (normalized):
δυσμίσητος
Headword (normalized/stripped):
δυσμισητος
IDX:
29251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29252
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυς-μίσητος</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">much hated</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 841 </span>.</div> </div><br><br>'}