Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσμενικός
δυσμέριστος
δυσμεταβλησία
δυσμετάβλητος
δυσμετάβολος
δυσμετάδοτος
δυσμετάθετος
δυσμετακίνητος
δυσμετάκλαστος
δυσμετάκλητος
δυσμετάστρεπτος
δυσμετάτρεπτος
δυσμεταχείριστος
δυσμέτρητος
δυσμή
δύσμηνις
δυσμήνιτος
δυσμήτηρ
δύσμητις
δυσμήτωρ
δυσμηχανέω
View word page
δυσμετάστρεπτος
δυσμετά-στρεπτος, ον,
A). hard to divert, Gal. 19.489 . Adv.-τως, gloss on ἀσκελέως , Apollon. Lex.


ShortDef

hard to divert

Debugging

Headword:
δυσμετάστρεπτος
Headword (normalized):
δυσμετάστρεπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσμεταστρεπτος
IDX:
29236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29237
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσμετά-στρεπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to divert</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.489 </span>. Adv.-<span class="itype greek">τως</span>, gloss on <span class="ref greek">ἀσκελέως</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> </div> </div><br><br>'}