Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσμενίδης
δυσμενικός
δυσμέριστος
δυσμεταβλησία
δυσμετάβλητος
δυσμετάβολος
δυσμετάδοτος
δυσμετάθετος
δυσμετακίνητος
δυσμετάκλαστος
δυσμετάκλητος
δυσμετάστρεπτος
δυσμετάτρεπτος
δυσμεταχείριστος
δυσμέτρητος
δυσμή
δύσμηνις
δυσμήνιτος
δυσμήτηρ
δύσμητις
δυσμήτωρ
View word page
δυσμετάκλητος
δυσμετά-κλητος, ον,
A). hard to cure of a habit, Gp. 19.2.13 .


ShortDef

hard to cure of a habit

Debugging

Headword:
δυσμετάκλητος
Headword (normalized):
δυσμετάκλητος
Headword (normalized/stripped):
δυσμετακλητος
IDX:
29235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29236
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσμετά-κλητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to cure of a habit,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4080.tlg001:19:2:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4080.tlg001:19:2:13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gp.</span> 19.2.13 </a>.</div> </div><br><br>'}