Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμελῴδητος
δυσμεναίνω
δυσμένεια
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμενίδης
δυσμενικός
δυσμέριστος
δυσμεταβλησία
δυσμετάβλητος
δυσμετάβολος
δυσμετάδοτος
δυσμετάθετος
δυσμετακίνητος
δυσμετάκλαστος
δυσμετάκλητος
δυσμετάστρεπτος
δυσμετάτρεπτος
δυσμεταχείριστος
View word page
δυσμεταβλησία
δυσμετα-βλησία, ,
A). difficulty of alteration, Sor. 1.91 .


ShortDef

difficulty of alteration

Debugging

Headword:
δυσμεταβλησία
Headword (normalized):
δυσμεταβλησία
Headword (normalized/stripped):
δυσμεταβλησια
IDX:
29228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29229
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσμετα-βλησία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">difficulty of alteration</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:91" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.91/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.91 </a>.</div> </div><br><br>'}