Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσμάραντος
δυσμαρής
δυσμάσητος
δυσμάτωρ
δυσμαχέω
δυσμαχητέον
δυσμάχητος
δύσμαχος
δυσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμελῴδητος
δυσμεναίνω
δυσμένεια
δυσμενέων
δυσμενής
δυσμενίδης
δυσμενικός
δυσμέριστος
δυσμεταβλησία
δυσμετάβλητος
δυσμετάβολος
View word page
δυσμελῴδητος
δυς-μελῴδητος, ον,
A). hard to employ in melody, of enharmonic intervals, Theo Sm. p.56 H.( Sup.).


ShortDef

hard to employ in melody

Debugging

Headword:
δυσμελῴδητος
Headword (normalized):
δυσμελῴδητος
Headword (normalized/stripped):
δυσμελωδητος
IDX:
29220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29221
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυς-μελῴδητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to employ in melody</span>, of enharmonic intervals, Theo Sm.<span class="bibl"> p.56 </span> H.( Sup.).</div> </div><br><br>'}