Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσλώσων
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
Δύσμαιναι
δυσμάλακτος
δυσμανής
δυσμάραντος
δυσμαρής
δυσμάσητος
δυσμάτωρ
δυσμαχέω
δυσμαχητέον
δυσμάχητος
δύσμαχος
δυσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμελῴδητος
δυσμεναίνω
δυσμένεια
δυσμενέων
View word page
δυσμάτωρ
δυς-μάτωρ, Dor. for δυσμήτωρ.


ShortDef

bad-motherly

Debugging

Headword:
δυσμάτωρ
Headword (normalized):
δυσμάτωρ
Headword (normalized/stripped):
δυσματωρ
IDX:
29213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29214
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυς-μάτωρ</span>, Dor. for <span class="foreign greek">δυσμήτωρ</span>.</div><br><br>'}