Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δύσλυτος
δυσλώσων
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
Δύσμαιναι
δυσμάλακτος
δυσμανής
δυσμάραντος
δυσμαρής
δυσμάσητος
δυσμάτωρ
δυσμαχέω
δυσμαχητέον
δυσμάχητος
δύσμαχος
δυσμεικτος
δυσμείλικτος
δυσμελῴδητος
δυσμεναίνω
δυσμένεια
View word page
δυσμάσητος
δυς-μάσητος [μᾰ],,
A). hard to chew, Gal. 16.760 .


ShortDef

hard to chew

Debugging

Headword:
δυσμάσητος
Headword (normalized):
δυσμάσητος
Headword (normalized/stripped):
δυσμασητος
IDX:
29212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29213
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυς-μάσητος</span> [<span class="foreign greek">μᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to chew</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 16.760 </span>.</div> </div><br><br>'}