Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσλείωτος
δύσλεκτος
δύσλεκτρος
δυσλεπής
δυσλεχής
δύσληπτος
δυσλίμενος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσλώσων
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
Δύσμαιναι
δυσμάλακτος
δυσμανής
δυσμάραντος
δυσμαρής
δυσμάσητος
δυσμάτωρ
View word page
δυσλώσων
δυς-λώσων· δυσχερῶν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσλώσων
Headword (normalized):
δυσλώσων
Headword (normalized/stripped):
δυσλωσων
IDX:
29203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29204
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυς-λώσων·</span> <span class="foreign greek">δυσχερῶν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}