Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσκυλίστως
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δυσκωφία
δύσκωφος
δυσλέαντος
δυσλείωτος
δύσλεκτος
δύσλεκτρος
δυσλεπής
δυσλεχής
δύσληπτος
δυσλίμενος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσλώσων
δυσμαθέω
δυσμαθής
δυσμαθία
Δύσμαιναι
View word page
δυσλεχής
δυς-λεχής,
A). gloss on δυσηλεγής , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσλεχής
Headword (normalized):
δυσλεχής
Headword (normalized/stripped):
δυσλεχης
IDX:
29197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29198
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυς-λεχής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">δυσηλεγής</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}