Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δύσκριτος
δύσκροτος
δύσκτητος
δυσκυβέω
δυσκυλίστως
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δυσκωφία
δύσκωφος
δυσλέαντος
δυσλείωτος
δύσλεκτος
δύσλεκτρος
δυσλεπής
δυσλεχής
δύσληπτος
δυσλίμενος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσλώσων
View word page
δυσλείωτος
δυς-λείωτος
,
ον
, = foreg., opp.
εὐλείωτος
,
Asclep.
ap.
Gal.
13.677
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δυσλείωτος
Headword (normalized):
δυσλείωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσλειωτος
IDX:
29193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29194
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυς-λείωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., opp. <span class="foreign greek">εὐλείωτος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Asclep.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.677 </span>.</div><br><br>'}