Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δυσκόμιστος
δυσκοπάνιστος
δύσκοπος
δυσκραής
δυσκρανές
δυσκρασία
δυσκρατής
δυσκράτητος
δύσκρατος
δυσκρινής
δυσκρίσιμος
δύσκριτος
δύσκροτος
δύσκτητος
δυσκυβέω
δυσκυλίστως
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δυσκωφία
δύσκωφος
δυσλέαντος
View word page
δυσκρίσιμος
δυς-κρίσιμος
[
κρῐ],
, = sq., Sch.
Hp.
2.272
D.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δυσκρίσιμος
Headword (normalized):
δυσκρίσιμος
Headword (normalized/stripped):
δυσκρισιμος
IDX:
29182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29183
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυς-κρίσιμος</span> [<span class="foreign greek">κρῐ],</span>, = sq., Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> 2.272 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> </span> </div><br><br>'}