Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκοπάνιστος
δύσκοπος
δυσκραής
δυσκρανές
δυσκρασία
δυσκρατής
δυσκράτητος
δύσκρατος
δυσκρινής
δυσκρίσιμος
δύσκριτος
δύσκροτος
δύσκτητος
δυσκυβέω
δυσκυλίστως
δυσκύμαντος
View word page
δυσκρατής
δυς-κρᾰτής, ές, = sq.,
A). δυσκρατέστατον πάντων ὁ λόγος Stob. 3.33.10 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσκρατής
Headword (normalized):
δυσκρατής
Headword (normalized/stripped):
δυσκρατης
IDX:
29178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29179
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυς-κρᾰτής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, = sq., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">δυσκρατέστατον πάντων ὁ λόγος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 3.33.10 </span> .</div> </div><br><br>'}