Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκληδόνιστος
δυσκληρέω
δυσκλήρημα
δύσκληρος
δυσκλής
δύσκλητος
δύσκλιτος
δυσκλυδώνιστον
δύσκλυτος
δυσκοίλιος
δυσκοινώνητος
δυσκοιτέω
δύσκοιτος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
View word page
δυσκλυδώνιστον
δυς-κλῠδώνιστον· δυσέκβατον, Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσκλυδώνιστον
Headword (normalized):
δυσκλυδώνιστον
Headword (normalized/stripped):
δυσκλυδωνιστον
IDX:
29159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29160
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυς-κλῠδώνιστον·</span> <span class="foreign greek">δυσέκβατον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}