Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκανθίας
ἀκανθικός
ἀκάνθινος
ἀκάνθιον
ἀκανθίς
ἀκανθίων
ἀκανθοβάτης
ἀκανθοβόλος
ἀκανθολάβος
ἀκανθολόγος
ἀκανθόνωτος
ἀκανθόομαι
ἀκανθοπλήξ
ἄκανθος
ἀκανθοστεφής
ἀκανθοφάγος
ἀκανθοφορέω
ἀκανθοφόρος
ἀκανθοφυέω
ἀκανθόφυλλος
ἀκανθόχοιρος
View word page
ἀκανθόνωτος
ἀκανθό-νωτος, ον,
A). prickle-backed, Hsch.


ShortDef

prickle-backed

Debugging

Headword:
ἀκανθόνωτος
Headword (normalized):
ἀκανθόνωτος
Headword (normalized/stripped):
ακανθονωτος
IDX:
2915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2916
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκανθό-νωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prickle-backed</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}