Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσκαταφρόνητος
δυσκατεργασία
δυσκατέργαστος
δυσκάτοπτος
δυσκατόρθωτος
δυσκατούλωτος
δυσκάτοχος
δύσκαυστος
δύσκε
δυσκέλαδος
δυσκένωτος
δυσκέραστος
δυσκερδής
δυσκηδής
δύσκηλος
δύσκημον
δυσκινησία
δυσκινητέω
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
View word page
δυσκένωτος
δυς-κένωτος, ον,
A). hard to excrete, Gal. 18(1).580 ( Sup.).


ShortDef

hard to excrete

Debugging

Headword:
δυσκένωτος
Headword (normalized):
δυσκένωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκενωτος
IDX:
29141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29142
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυς-κένωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to excrete</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).580 </span> ( Sup.).</div> </div><br><br>'}