Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσκατάσβεστος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατεργασία
δυσκατέργαστος
δυσκάτοπτος
δυσκατόρθωτος
δυσκατούλωτος
δυσκάτοχος
δύσκαυστος
δύσκε
δυσκέλαδος
δυσκένωτος
δυσκέραστος
δυσκερδής
δυσκηδής
δύσκηλος
δύσκημον
δυσκινησία
δυσκινητέω
δυσκίνητος
View word page
δύσκε
δύσκε,
A). v. δύω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δύσκε
Headword (normalized):
δύσκε
Headword (normalized/stripped):
δυσκε
IDX:
29139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29140
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δύσκε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δύω</span> .</div> </div><br><br>'}