Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσκατάπρακτος
δυσκατάρτιστος
δυσκατάσβεστος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατεργασία
δυσκατέργαστος
δυσκάτοπτος
δυσκατόρθωτος
δυσκατούλωτος
δυσκάτοχος
δύσκαυστος
δύσκε
δυσκέλαδος
δυσκένωτος
δυσκέραστος
δυσκερδής
δυσκηδής
δύσκηλος
δύσκημον
δυσκινησία
View word page
δυσκάτοχος
δυσκάτοχος,
A). v. δυσκάθεκτος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσκάτοχος
Headword (normalized):
δυσκάτοχος
Headword (normalized/stripped):
δυσκατοχος
IDX:
29137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29138
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσκάτοχος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δυσκάθεκτος</span> .</div> </div><br><br>'}