Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσκαταποσία
δυσκαταποτέω
δυσκατάποτος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάρτιστος
δυσκατάσβεστος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατεργασία
δυσκατέργαστος
δυσκάτοπτος
δυσκατόρθωτος
δυσκατούλωτος
δυσκάτοχος
δύσκαυστος
δύσκε
δυσκέλαδος
δυσκένωτος
δυσκέραστος
δυσκερδής
δυσκηδής
View word page
δυσκάτοπτος
δυσκάτ-οπτος· δυσθεώρητος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσκάτοπτος
Headword (normalized):
δυσκάτοπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκατοπτος
IDX:
29134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29135
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσκάτ-οπτος·</span> <span class="foreign greek">δυσθεώρητος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}