Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσκατανόητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπεπτος
δυσκατάπληκτος
δυσκαταπολέμητος
δυσκαταπόνητος
δυσκαταποσία
δυσκαταποτέω
δυσκατάποτος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάρτιστος
δυσκατάσβεστος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατεργασία
δυσκατέργαστος
δυσκάτοπτος
δυσκατόρθωτος
δυσκατούλωτος
δυσκάτοχος
δύσκαυστος
View word page
δυσκατάρτιστος
δυσκατάρτιστος, ον,
A). hard to place rightly, ἐν τῇ ἐπιβάσει, of stallions, Hippiatr. 14 .


ShortDef

hard to place rightly

Debugging

Headword:
δυσκατάρτιστος
Headword (normalized):
δυσκατάρτιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαταρτιστος
IDX:
29128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29129
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσκατάρτιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to place rightly</span>, <span class="foreign greek">ἐν τῇ ἐπιβάσει</span>, of stallions, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 14 </span>.</div> </div><br><br>'}