Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσκαταμάχητος
δυσκατανόητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπεπτος
δυσκατάπληκτος
δυσκαταπολέμητος
δυσκαταπόνητος
δυσκαταποσία
δυσκαταποτέω
δυσκατάποτος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάρτιστος
δυσκατάσβεστος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατεργασία
δυσκατέργαστος
δυσκάτοπτος
δυσκατόρθωτος
δυσκατούλωτος
δυσκάτοχος
View word page
δυσκατάπρακτος
δυσκατά-πρακτος, ον,
A). hard to effect, X. Cyr. 8.7.12 ( Comp.).


ShortDef

hard to effect

Debugging

Headword:
δυσκατάπρακτος
Headword (normalized):
δυσκατάπρακτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαταπρακτος
IDX:
29127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29128
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσκατά-πρακτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to effect</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg007.perseus-grc1:8:7:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg007.perseus-grc1:8:7:12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">X.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Cyr.</span> 8.7.12 </a> ( Comp.).</div> </div><br><br>'}