Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσκαρτέρητος
δυσκαταγωγός
δυσκαταγώνιστος
δυσκατάθετος
δυσκάτακτος
δυσκατάληπτος
δυσκατάλλακτος
δυσκατάλυτος
δυσκαταμάθητος
δυσκαταμάχητος
δυσκατανόητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπεπτος
δυσκατάπληκτος
δυσκαταπολέμητος
δυσκαταπόνητος
δυσκαταποσία
δυσκαταποτέω
δυσκατάποτος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάρτιστος
View word page
δυσκατανόητος
δυσκατα-νόητος, ον,
A). hard to understand, διάλεκτος D.S. 5.14 , cf. Plu. 2.47c .


ShortDef

hard to understand

Debugging

Headword:
δυσκατανόητος
Headword (normalized):
δυσκατανόητος
Headword (normalized/stripped):
δυσκατανοητος
IDX:
29118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29119
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσκατα-νόητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to understand</span>, <span class="quote greek">διάλεκτος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:5:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:5.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 5.14 </a> , cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.47c </span>.</div> </div><br><br>'}