Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσίωτος
δυσκαής
δυσκαθαίρετος
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δυσκάθοδος
δυσκαμπής
δύσκαμπτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταγωγός
δυσκαταγώνιστος
δυσκατάθετος
δυσκάτακτος
δυσκατάληπτος
δυσκατάλλακτος
δυσκατάλυτος
δυσκαταμάθητος
δυσκαταμάχητος
δυσκατανόητος
δυσκατάπαυστος
View word page
δυσκαταγωγός
δῠς-κατᾰγωγός, όν,
A). making a landing difficult, βράχη Stad. 114 .


ShortDef

making a landing difficult

Debugging

Headword:
δυσκαταγωγός
Headword (normalized):
δυσκαταγωγός
Headword (normalized/stripped):
δυσκαταγωγος
IDX:
29109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29110
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠς-κατᾰγωγός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">making a landing difficult</span>, <span class="quote greek">βράχη</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stad.</span> 114 </span> .</div> </div><br><br>'}