Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δυσθυμέω
δυσθυμία
δυσθυμικός
δύσθυμος
δυσιατέω
δυσίατος
δυσίδρως
δυσιερέω
δυσιθάλασσος
δύσικμος
δυσικός
δυσίμερος
δυσίππαστος
δύσιππος
δύσις
δυσίχνευτος
δυσίωτος
δυσκαής
δυσκαθαίρετος
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
View word page
δυσικός
δῠσικός
,
ή
,
όν
,
A).
=
δυτικός
,
PLond.
1.98.51
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δυσικός
Headword (normalized):
δυσικός
Headword (normalized/stripped):
δυσικος
IDX:
29093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29094
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δυτικός</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 1.98.51 </span>.</div> </div><br><br>'}