Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσέφοδος
δυσέψανος
δυσέψητος
δυσζηλία
δύσζηλος
δυσζήτητος
δυσζωΐα
δύσζωος
δυσήβολον
δυσήκεστος
δυσηκής
δυσηκοέω
δυσηκοΐα
δυσήκοος
δυσηλάκατος
δυσήλατος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσημερέω
δυσημέρημα
δυσημερία
View word page
δυσηκής
δῠς-ηκής, ές, = foreg., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσηκής
Headword (normalized):
δυσηκής
Headword (normalized/stripped):
δυσηκης
IDX:
29022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-29023
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠς-ηκής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}